«Υποστολή» σημαίας για τον Λάκη Σάντα…

Posted: 30/04/2011 in πληροφορίες, γενικά, είδηση
Ετικέτες: ,

πηγή: Edugate.gr

Ήταν δύο νεαροί φοιτητές, με ένα φαναράκι και ένα μαχαίρι και «το φεγγαράκι να τους κοιτάζει με συμπάθεια», όπως λέει ο Λάκης Σάντας και κατόρθωσαν το αδύνατο. 

Να κατεβάσουν τη ναζιστική σημαία από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης.
Μια παιδιάστικη έμπνευση, μια τρελή ιδέα να προσβάλλουν το γόητρο της Γερμανίας, ιδιαίτερα ενισχυμένο μετά την κατάκτηση της Κρήτης, οδήγησε στο παράτολμο σχέδιο, που υλοποιήθηκε σαν από θαύμα.

Κανείς δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ούτε η ίδια η γερμανική φρουρά στην Ακρόπολη.

Πανικόβλητη καθυστέρησε κάμποσες ώρες να αντικαταστήσει την πολεμική σημαία, ενώ με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Ήταν περίπου 20 άνδρες.
Όσο για τους αυτουργούς το διασκέδασαν για την αναστάτωση που προκάλεσαν, παρά την επικήρυξή τους ακόμα και με χρηματικό ποσό. Τα κομματάκια που είχαν κόψει από τη γερμανική σημαία οι δύο ήρωες «ως σουβενίρ», τα έκαψε έντρομος ο πατέρας του Σάντα μόλις έμαθε τί είχε συμβεί. Η ναζιστική σημαία βρίσκεται ακόμη στο ξεροπήγαδο του Εριχθόνιου που την είχαν πετάξει στη βιασύνη τους να απομακρυνθούν. Η Μελίνα προσπάθησε μετά το 1981 να την ανασύρει, αλλά οι αρχαιολόγοι είχαν
αντιρρήσεις γιατί θεώρησαν το εγχείρημα επικίνδυνο για τον Ιερό Βράχο.
«Ήταν η πρώτη ανάσα της αντίστασης», είπαν στη Βουλή, τιμώντας τον Λάκη Σάντα και το Μανώλη Γλέζο, το Νοέμβριο του 2008, 67 χρόνια μετά την ηρωική πράξη της υποστολής της ναζιστικής σημαίας, από τον βράχο της Ακρόπολης.
«Όταν εκείνο το βράδυ της 30ης Μαΐου 1941», είπαν οι ομιλητές στο κοινοβούλιο, «κατέβαζαν οι δύο ήρωες τη σημαία του Γ’ Ράιχ από την Ακρόπολη ανέβαζαν ταυτόχρονα νοητά στον Ιερό Βράχο τη σημαία της μακραίωνης ιστορίας ελευθερίας των Ελλήνων.

Τίποτα δεν ύψωσε το ηθικό του ελληνικού λαού τις ώρες της σκλαβιάς, όσο η υποστολή εκείνης της σημαίας».
«Δεν υπάρχουν τέτοιοι ήρωες σήμερα» υποστηρίζουν οι νέοι.

Ο Λάκης Σάντας δεν συμφωνεί. Δεν νιώθει ήρωας. Έκανε απλώς το καθήκον του. Η παρακαταθήκη του στους νέους είναι ότι «τίποτα δεν χαρίζεται και μόνο με αγώνες μπορούν να κερδίσουν τη ζωή τους».
Μιλώντας στο ΑΠΕ για τη νέα γενιά που τόσο αγαπά, τονίζει ότι «τα νέα παιδιά παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, πρέπει να αγωνίζονται και να αντιδρούν, όταν προσπαθούν να τους στερήσουν κοινωνικά ή εργατικά δικαιώματα. Υπογραμμίζει την ανάγκη να έχουν όραμα για το μέλλον τους. «Να έχουν ίσες ευκαιρίες στη μόρφωση και στη ζωή. Να μπορούν να ανεξαρτητοποιηθούν από τις οικογένειές τους όταν το θελήσουν».
Μιλάει για τα προβλήματα της ανεργίας και τα δικαιώματα των εργαζομένων, τονίζοντας ότι «αυτά τα προνόμια τα είχαν κερδίσει οι παππούδες, οι γιαγιάδες, οι γονείς τους, με αγώνες και δεν πρέπει να αφήσουν κανέναν να τους τα στερήσει».
Οι δύο αγωνιστές-σύμβολα μετά τα δύσκολα χρόνια ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους. Ο Γλέζος στην πολιτική, ο Σάντας στον Καναδά. Ξαναζωντάνεψε όμως ο Σάντας τις παλιές μνήμες με το βιβλίο του, που κυκλοφόρησε μερικούς μήνες πριν, διηγούμενος αυτή την ιστορία που μοιάζει περισσότερο με παραμύθι. Τίτλος: «Μια νύχτα στην Ακρόπολη». (Εκδόσεις Βιβλιόραμα).
Για το Μανώλη Γλέζο ο Σάντας γράφει στο βιβλίο του ότι «ταίριαζαν πολύ». Εκτός από την απόλυτη εμπιστοσύνη που είχαν ο ένας στον άλλο, είχαν λέει και την ίδια ιδιοσυγκρασία, μοιράζονταν τις ίδιες σκέψεις, είχαν το ίδιο θάρρος και παλληκαριά. Το βιβλίο μόλις το τελείωσε, το έδωσε στον Γλέζο πρώτα να το διαβάσει. Και εκείνος συμφώνησε σε όλα.
Ο Σάντας δηλώνει αριστερός, αλλά έξω από κόμματα. Στο βιβλίο δεν περιορίζεται μόνο στην περιπέτεια με τον Γλέζο στην Ακρόπολη, μιλάει ακόμη για τη διαδρομή του στην αντίσταση ως καπετάνιου του ΕΛΑΣ, για τα Δεκεμβριανά όπου συμμετείχε ενεργά και τις φυλακές, τα βασανιστήρια, την εξορία, την απογοήτευση για τον αγώνα που χάθηκε, τη φυγή του στον Καναδά και τέλος τα αίτια της ήττας της Αριστεράς.
«Στον Καναδά, λέει, δεν πίστευαν τίποτα απ ΄ όλα αυτά που έλεγα ότι συνέβαιναν στην Ελλάδα. Ούτε για τη Μακρόνησο ούτε για όλα τα άλλα. Τους φαίνονταν εξωπραγματικά».
Επέστρεψε στην Ελλάδα λίγα χρόνια μετά αναζητώντας τα στοιχεία εκείνα της ταυτότητάς του που τον έδεναν με ένα τόσο έντονο και σημαντικό παρελθόν. «Και δέκα ζωές αν είχα θα τις έδινα», έλεγε ο 88χρονος, πλέον, Σάντας στις 6/3/2010 στα «ΝΕΑ».

«Δεν ζήτησα ποτέ τίποτα για να μην έχω καμία εξάρτηση», ανέφερε στις 30/5 του ίδιου χρόνου, στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ».

……

Αυτόν τον άνθρωπο, αυτόν τον ήρωα χάσαμε σήμερα 30-4-2011.

Σχολιάστε